- σουγγίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) άμορφο και πολύ υγροσκοπικό ανθρακούχο υλικό που μοιάζει με τον ανθρακίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Schungįt (< S[c]hunga, περιοχή της βορειοδυτικής Ρωσίας) + κατάλ. -it (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.